- λεβεντιά
- η(λ. τουρκ.), αρρενωπό παράστημα, ανδρεία: Η λεβεντιά ήταν γνώρισμα των ηρώων της Επανάστασης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λεβεντιά — η [λεβέντης] 1. η ιδιότητα τού λεβέντη, το ευσταλές και αρρενωπό σώμα, συνήθως σε συνδυασμό με το ήθος 2. ανδρεία, γενναιοψυχία, παλικαριά 3. το σύνολο τών λεβέντηδων («ήταν στο πανηγύρι όλη η λεβεντιά τού χωριού») 4. άτομο γενναίο, μαχητικό και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Mulan (soundtrack) — Mulan Soundtrack album by Various artists Released June 2, 1998 ( … Wikipedia
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
αστόμωτος — η, ο (Α ἀστόμωτος, ον) [στομώ] αυτός που δεν έχει ακονιστεί, που δεν έχει γίνει κοφτερός νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει χάσει την ικανότητα να κόβει, που δεν έχει αμβλυνθεί 2. ο ασυγκράτητος, ο ριψοκίνδυνος («αστόμωτη λεβεντιά») 3. ο αχόρταγος… … Dictionary of Greek
ερωτεύομαι — (Μ ἐρωτεύομαι) [έρως] αγαπώ ερωτικά, καταλαμβάνομαι από ερωτικό συναίσθημα («τόν ερωτεύθηκα για τη λεβεντιά του») νεοελλ. συμπαθώ υπερβολικά, είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι («ερωτεύθηκα τη θάλασσα») … Dictionary of Greek
λεβέντικος — η, ο [λεβέντης] αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε λεβέντη, ωραίος, αρρενωπός, ευσταλής («λεβέντικος χορός»). επίρρ... λεβέντικα (Μ λεβέντικα) νεοελλ. με λεβεντιά μσν. σαν Τούρκος πεζοναύτης … Dictionary of Greek
ρουμελιώτικος — η, ο, Ν [Ρουμελιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Ρούμελη ή στους Ρουμελιώτες (α. «ρουμελιώτικα τραγούδια» β. «ρουμελιώτικη λεβεντιά») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Ρουμελιώτικα το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα τής Ρούμελης. επίρρ...… … Dictionary of Greek
στολίζω — ΝΜΑ [στόλος / στολή] 1. διακοσμώ, κοσμώ, καλλωπίζω, ντύνω με ωραία ενδύματα και κοσμήματα (α. «στολίζουν τη νύφη» β. «νέον τινὰ στολίσαντες ὡς κόρην», Τζέτζ. γ. «τὸ ἀγαλμάτιον στολίζουσι καὶ κοσμοῡσι», Πλούτ.) 2. (το μεσοπαθ.) στολίζομαι α) φορώ… … Dictionary of Greek
ψοφώ — ψοφῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. ψοφάω Ν (αμτβ.) (για πρόσ. χλευαστ.) πεθαίνω (α. «ψόφησε τελικά ο εγκληματίας» β. «κλαίοντες αὐτῇ δειλίᾳ ψοφήσετε», Σοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. α) επιθυμώ πολύ κάτι, λαχταρώ (α. «ψοφάω για φρούτα το καλοκαίρι» β. «ψοφάει… … Dictionary of Greek